ἄκαιρος

ἄκαιρος
ἄκαιρος, ον,
A ill-timed, unseasonable,

ἐς ἄκαιρα πονεῖν Thgn.919

;

οὐκ ἄκαιρα λέγειν A.Pr.1036

;

ἄ. κένωσις Hp.VM10

;

προθυμία Th.5.65

;

ἐλευθερία Pl.R.569c

;

ἔπαινος Id.Phdr.24c

e;

ῥᾳθυμία D.18.46

,

γέλως Men.Mon.88

. Adv.

-ρως A.Ag.808

, Ch.624 (both lyr.), Hp. Acut. 17, al.: [comp] Comp.

-οτέρως Id.Epid.1.19

: neut. pl. as Adv.,

ἄκαιρ' ἀπώλλυτο E.Hel.1081

.
II of persons, importunate, troublesome, Thphr.Char.12;

ἄ. καὶ λάλος Alciphr.3.62

.
2 c. inf., ill-suited to do a thing, X.Eq.Mag.7.6 ([comp] Comp.).
III ἄκαιρον, τό, = μυρσίνη ἀγρία, Dsc.4.144.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄκαιρος — ill timed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • άκαιρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έγινε στην κατάλληλη ώρα: Η επέμβασή σου στην υπόθεση αυτή ήταν άκαιρη. 2. ανάρμοστος: Τα λόγια που είπε το λιγότερο ήταν άκαιρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαιρότερον — ἄκαιρος ill timed adverbial comp ἄκαιρος ill timed masc acc comp sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρότατα — ἄκαιρος ill timed adverbial superl ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρότατον — ἄκαιρος ill timed masc acc superl sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαίρως — ἄκαιρος ill timed adverbial ἄκαιρος ill timed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαιρον — ἄκαιρος ill timed masc/fem acc sg ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιροτέρως — ἄκαιρος ill timed masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρότερα — ἄκαιρος ill timed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαιρότεροι — ἄκαιρος ill timed masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”